- ορθοπυγιώ
- ὀρθοπυγιῶ, -άω (Α) [ορθοπύγιον]ορθώνω τα οπίσθια («ὀρθοπυγιᾱνὅταν ἡ γυνὴ ἑαυτὴν ἐπαίρῃ, πρὸς τὸ μακροτέρα φαίνεσθαι», Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθοπυγίῳ — ὀρθοπῡγίῳ , ὀρθοπύγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)